Ιάπων

Ιάπων
(-ωνος) ο , Ιάπωνίς (-ίδος) η япон|ец, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Ιάπων" в других словарях:

  • γκέισα — Ιαπωνική λέξη που δηλώνει την επαγγελματία χορεύτρια και τραγουδίστρια. Οι γ. διαλέγονται παραδοσιακά ανάμεσα στις ωραιότερες νέες. Από ηλικία δέκα ετών φοιτούν σε ειδικά σχολεία όπου μαθαίνουν τραγούδι, απαγγελία ποιημάτων, χορό, διάφορα μουσικά …   Dictionary of Greek

  • ζίου-ζίτσου — είδος ιαπωνικής πάλης, αμυντική μέθοδος κατά την οποία καταφέρονται πλήγματα στα ευπαθή κυρίως μέρη τού σώματος τού αντιπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jiu jitsu < ιαπων. ju jutsu < ju «ευγένεια» + jutsu «τέχνη, ικανότητα, δεξιοτεχνία»] …   Dictionary of Greek

  • καμπούκι — Είδος λαϊκού ιαπωνικού θεάτρου, το οποίο εμφανίστηκε στις αρχές του 17ου αι. Βασιζόταν κυρίως στον χορό και στην παντομίμα, τα οποία εναλλάσσονταν με κωμικά ιντερμέδια. Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρώτες παραστάσεις κ. ανέβηκαν στη σκηνή από τη… …   Dictionary of Greek

  • καράτε — I (karate). Είδος ιαπωνικής πάλης που έχει τις καταβολές του στους λαϊκούς τρόπους αυτοάμυνας χωρίς όπλα, οι οποίοι ήταν γνωστοί στην Ασία από την αρχαιότητα. To κ., που σημαίνει στην ιαπωνική γλώσσα με γυμνά χέρια, αποτελεί ένα σύστημα… …   Dictionary of Greek

  • σίντο — το, Ν ο σιντοϊσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαπων. shintō «οδός τών θεών»] …   Dictionary of Greek

  • καράτε — το (λ. ιαπων.), πολεμική τέχνη πάλης ιαπωνικής καταγωγής, αμυντική και επιθετική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιμονό — το (άκλ., λ. ιαπων.) 1. μακρύ φόρεμα που φορούν οι γυναίκες στην Ιαπωνία. 2. γυναικεία ρόμπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικάδο(ς) — ο (λ. ιαπων.), ο αυτοκράτορας της Ιαπωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σόγια — η (λ. ιαπων.), είδος δημητριακού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζούντο — το άκλ. (λ. ιαπων.), είδος ιαπωνικής πάλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρακίρι — το (λ. ιαπων.), είδος αυτοκτονίας στην Ιαπωνία, κατά την οποία αυτός που αυτοκτονεί σκίζει την κοιλιά του με μαχαίρι ή σπαθί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»